- ἐλευθέρη
- ἐλεύθεροςfreefem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελεύθερη ενέργεια — Θερμοδυναμική καταστατική συνάρτηση (F), η οποία δίνει το ποσό του έργου που μπορεί να παράγει ένα σύστημα κατά τη διάρκεια μιας ισόθερμης διαδικασίας. Πιο συγκεκριμένα, το απειροστό έργο που παράγεται από το σύστημα κατά την παραπάνω μεταβολή… … Dictionary of Greek
ελεύθερη ζώνη — Περιοχή η οποία, παρότι αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εδάφους ενός κράτους, θεωρείται ότι βρίσκεται εκτός της δικαιοδοσίας των τελωνείων του. Κύριο χαρακτηριστικό της ε.ζ. είναι το γεγονός ότι η εισαγωγή ξένων εμπορευμάτων σε αυτή δεν υπόκειται… … Dictionary of Greek
ελεύθερη ταλάντωση — Η ταλάντωση που αρχίζει να εκτελεί ένα μηχανικό σύστημα που μπορεί να ταλαντωθεί, αν απομακρυνθεί από τη θέση ηρεμίας του. Η ταλάντωση αυτή εκτελείται γύρω από τη θέση ηρεμίας, με μια συχνότητα χαρακτηριστική του συστήματος, που ονομάζεται φυσική … Dictionary of Greek
Eleftheri Ora — Ἐλεύθερη Ὧρα Abbildung einer Titelseite Beschreibung Abendzeitung Verlag ΙΑΣΠΙΣ Ε.Π.Ε … Deutsch Wikipedia
ἐλευθέρηι — ἐλευθέρῃ , ἐλεύθερος free fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελεύθερος — και λεύθερος και λεύτερος, η, ο (AM ἐλεύθερος, α, ον και ἐλεύθερος, ον) 1. αυτός που δεν εξαρτάται από άλλον, που δεν υπόκειται στην εξουσία άλλου 2. (για τόπο ή χώρα) εκείνος που δεν υπάγεται σε ξένη εξουσία, δεν βρίσκεται υπό ξένη κυριαρχία ή… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
μόριο — Από αυστηρά χημική έννοια είναι το ελάχιστο σωματίδιο μιας ένωσης που εμφανίζει όλες τις ιδιότητές της· υπό γενικότερη όμως έννοια, είναι η ένωση περισσότερων ατόμων, που συνιστούν μια σταθερή και καθορισμένη δομή. Με την έννοια αυτή, ως μ.… … Dictionary of Greek
οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… … Dictionary of Greek